Τρίτη 4 Σεπτεμβρίου 2012

Καλοκαιρινή Ανάμνηση: Ενα δροσερό καρπούζι στη ζεστή καλοκαιρινή νύχτα


Θα ήθελε να τη λένε Μαρίνα και είναι 55 χρόνων. Λόγω τεμπελιάς, γράφει σπάνια, αλλά την προηγουμένη το απόγευμα, ο εξάδελφος Δημήτρης της ζήτησε να ξαναζήσει στο χαρτί μια αντριώτικη ανάμνηση.
Τον αγαπάει τον εξάδελφό της και δεν θέλει να του χαλάσει χατίρι. Πρέπει όμως κάτι να πιει.Μερικές γουλιές ......Μαυροδάφνη ζεσταίνουν το λαρύγγι (σαν υγρό κόκκινο μετάξι), σαν σπέρμα αγαπημένου... Και έτσι ανοίγει διάπλατη η πόρτα του ονείρου.
Καλοκαίρι και έχει κλείσει τα 23. Στο Ψυχικό, ο μπαμπάς κρυωμένος, η μαμά απασχολημένη μαζί του. Εκείνη, φυλακισμένο ζώο. Στο τέλος, της δίνουν κλειδί, λεφτά, την ευχή τους. Φεύγει για το φέουδο. Ομως δεν μπορεί να γράψει τα αντριώτικα χωρίς να συναντήσει ξανά τον Λινάρδο, εκείνον που ήθελε όλοι να τον λένε Diskjockey.
Μόλις μετά το ταξίδι, ανέβηκε στην αγορά, τον βρήκε στη Λέσχη μόνο. Της ζήτησε να μην πηγαίνουν στον Ομιλο για μπάνια, αλλά μακριά, πίσω από βραχάκια, στο Παραπόρτι. Συναντιούνταν χωρίς rendez-vous. Εκεί ένιωθαν ασφαλείς. Μονάχα τις σύριγγες που είχαν αφήσει οι διωγμένοι από τα μελτέμια χίπηδες φοβούνταν, μη ζωντανέψουν και τους δαγκώσουν.
Εβγαλαν τα μαγιό για να τινάξουν από πάνω τους τα ταμπού που επέβαλαν οι μεγάλοι. Μιλούσαν λίγο, κολυμπούσαν πολύ και λιάζονταν ακόμα περισσότερο. Δεν ακουμπούσαν ο ένας τον άλλον. Δεν χρειαζόταν. Ηταν φιλαράκια με άλλους στον νου. Στον γυρισμό, όπως έλεγε, «χτυπούσαν» τυρόπιτες από τον φούρνο, αφού πρώτα πρώτα δροσίζονταν με λεμονάδες Ζαννάκη, μια ιδέα άρωμα γλυκάνισο.
Την τελευταία ημέρα -της τελείωναν και τα λεφτά- έφυγε μόνη της νωρίς, με σκοπό να περάσει πρώτα από τη Γιαουρτού να αγοράσει καρπούζι. Θα το έτρωγε βραδάκι, δροσερό, δεν περίσσευαν χρήματα για τον Νόνα. Μόνο με τη σκέψη του μελωμένου καρπουζιού είχε φοβερή δίψα.
Αλλά ώσπου να φτάσει μέχρι εκεί είδε φάντη-μπαστούνι το απλωμένο χέρι του Θανασάκη. Χρόνιο αλκοόλ είχε κάνει ζημιά... Μόνο από τα πρησμένα χείλη του ψιθύριζε λιτανεία: «Δεν έχω, λίγα μόνο, παρακαλώ, δώσε λίγα». Ο Θανασάκης, μπεκρής, τρελός, στα νιάτα του γεμάτος ελπίδες, όμορφος.
Για όλες τις ανάγκες του φρόντιζαν οι πλούσιοι. Ηταν από καλή, τίμια οικογένεια. Αλλά λεφτά για μπέκρα μόνο λίγοι έδιναν. Μόνον όσοι ήξεραν. Οπως εκείνη. Στο τρεμάμενο χέρι του άδειασε το πορτοφόλι της. Λίγο κρασάκι κι ελευθέρωνε τη φαντασία της καρδιάς. Ξυπνούσαν πάλι τα όνειρα, τα οράματα.
Βαρύ χειμώνα, ο Θανασάκης πέθανε. Εκεί που είναι τώρα μόνος, τα κουτσοπίνει; Αραγε την περιμένει;

Λίλυ Κυδωνιέως
Από την "Βιβλιοθήκη" της Ελευθεροτυπίας

5 σχόλια:

Στοβάτο είπε...

Τι όμορφο!!!

korina είπε...

Τέλειο!!!

Ανώνυμος είπε...

Παλιές αναμνισης. Παλιά .ονιρα παλιές βόλτες.με μια παλιό παρέα για κρασακι Ρακι ξερο σηκο λίγο μιλο.αλμιρη σαρδέλα ελιές κραιμιδη .κε ψομακι ζωη χορις ανχο χορις χορις καλο βραδυ .απο μακριά.για σου ΑΝΔΡΟ πάντα στην καρδιά μας θα ησε. Απο NY t.z

marilise είπε...

Για Δες για πες λες και είναι ο καθένας μας μέσα σε τούτη την ανάμνηση πριν χρονια ......

Jim From Andros είπε...

Πραγματικά περιέχει στιγμιότυπα από τις αναμνήσεις όλων μας χωρίς χρονολογική σειρά , αλλά κάτι μου λέει μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί..... και αυτό με γεμίζει μελαγχολία .....