Τρίτη 12 Απριλίου 2011

Το λούπινο

Στ' Αντικορώνια απέναντι από τη Χώρα



Είναι φυτό μονοετές, τριχωτό, όρθιο που ανθίζει τη σαρακοστή με άνθη μπλε με λευκές πινελιές.
Το όνομα lupinus προέρχεται από το λατινικό lupus που σημαίνει λύκος, εξαιτίας του αρχαίου και εσφαλμένου μύθου που υποστήριζε ότι οι βαθιές ρίζες του λούπινου αφαιρούσαν τις θρεπτικές ουσίες από το έδαφος. Στην πραγματικότητα το λούπινο βοηθάει στον εμπλουτισμό των άγονων εδαφών.
 Περιέχουν μία πικρή ουσία, τη λουπιδινίνη, η οποία σε μεγάλες ποσότητες είναι δηλητηριώδης και μπορεί και να επιφέρει και θάνατο. Αυτό συμβαίνει μόνο σε περιπτώσεις που τα σπέρματα καταναλώνονται ωμά.
 Τα ξηρά λούπινα μετά από λίγες ώρες σε αλατισμένο νερό, χάνουν την τοξικότητα τους και μπορούν να καταναλώθουν σαν όσπρια και σαν υποκατάστατο της σόγιας για τα ζώα .
Μνήμες από την κατοχή : "Το λουπινένιο ψωμί το γνώρισα. Από ξερά, ξεπικρισμένα - ξαλμυρισμένα λούπινα γινομένα αλεύρι στο χειρόμυλο του... καφέ που υπήρχε στο σπίτι. Γινότανε σαν πλύθρα, το ψωμί εκείνο δεν τρωγότανε παρά μουσκεμένο καλά για ώρες στο νερό. Ητανε απαίσιο. Εγώ 3 χρόνων σχεδόν πιτσιρίκι. Επρεπε να το φάω. Για να ζήσω. Οταν αυτό δεν το καταλάβαινα, έτρωγα ξύλο πρώτα και έπειτα... το λουπινόψωμο!"

Στο Κόρθι


1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Παρα πολυ ωραιο το κειμενο και οι φωτογραφιες απο τα λουπινα Φαινεται πως κατι μου εχει μεινει απο το σχολειο διοτι οποτε τα βλεπω θυμαμαι το Λουκιανο :

Λουκιανός: Νεκρικοί Διάλογοι
Χάροντα, Μένιππου & Ερμή
 


(Το βαρκάκι του Χάροντα φτάνει στην όχθη της Αχερουσίας. Οι νεκροί βγαίνουν ένας-ένας πληρώνουν το ναύλο τους (έναν οβολό) στον Χάροντα και χάνονται δεξιά. Τελευταίος βγαίνει ο Μένιππος, που πάει να φύγει χωρίς να πληρώσει. Ο Χάρος τονς πιάνει από τον ώμο:)


ΧΑΡΟΣ: Κατέβαινε, βρε καταραμένε, τον ναύλο!

ΜΕΝΙΠ: Δε πα' να φωνάζεις Χάρε, όσο σ' αρέσει.

Χ: Πλέρωσε ρε σου λέω, για το ταξίδι που 'καμες!

Μ: Δε μπορείς να πάρεις από κάποιον που δεν έχει.*
Χ: Καλά! Υπάρχει κάποιος που να μην έχει έναν οβολό;

Μ: Αν είναι και κάνας άλλος, δε ξέρω. Εγώ πάντως δεν έχω.

Χ: Βρωμιάρη. Θα σε πάω στον Πλούτωνα, αν δε πληρώσεις.

Μ: Κι εγώ θα σου ρίξω μία με το κουπί και θα σου σπάσω το κρανίο.

Χ: Τζάμπα ταξίδεψες δηλαδής;

Μ: Ο Ερμής, που με κουβάλησε 'δω, να σε πλερώσει.

Ε: Θα 'πρεπε να πουληθώ ολάκερος αν ήταν να πλερώνω τους πεθαμένους.

Χ: Δε θα το κουνήσω στιγμή από κοντά σου.

Μ: Αν είν' έτσι, βγάλε όξω τη βάρκα και κάτσε. Μα δεν έχω μία! Τι θα πάρεις;

Χ: Δεν ήξερες ρε, πως έπρεπε να 'χεις το ναύλο;

Μ: Το 'ξερα και λοιπόν; Αφού δεν είχα μία, τι να 'κανα; Να μη πέθαινα;

Χ: Δηλαδή μόνο συ θα καυχιέσαι πως τη πέρασες τζάμπα;

Μ: Ε όχι και τζάμπα ρε μάγκα! Νερά έβγαζα, κουπί τράβηξα και μόνο 'γω απ' όλους, δεν έκλαιγα!

Χ: Αυτά δε περνάνε σε βαρκάρη! Πλέρωσε το ναύλο. Δε μπορεί να γίνει αλλιώς!

Μ: Ε τότε γύρνα με πίσω...

Χ: Ωραία τα λες. Να τις φάω κι από πάνω από τον Αιακό!

Μ: Ε τότε μη μου κολλάς.

Χ: Δείξε μου τι έχεις μες στο σακί;

Μ: Λούπινα. Θες λιγάκι; Κι ένα πρόσφωρο.

Χ: Από που μας κουβάλησες βρε Ερμή τούτο το κοπρόσκυλο; Το τι έλεγε στο ταξίδι δε περιγράφεται! Πείραζε και κορόϊδευε όλους τους άλλους κι ήταν ο μόνος που τραγουδούσε ενώ κείνοι θρηνούσανε.

Ε: Δε ξέρεις Χάρε ποιον είχες στη βάρκα; Τον Μένιππο! 'Ανθρωπος τελείως λεύτερος. Τίποτε δεν τονε νοιάζει!

Ο Μένιππος βρίσκει ευκαιρία που ο Χάρος μιλά με τον Ερμή και τη κοπανά...


Χ: Αχ και να σε πιάσω καμιά φορά...

 Ακούγετ' η φωνή του Μένιππου από μακριά 


Μ: Αν με πιάσεις φίλε μου. Δυο φορές δε μπορείς να με πιάσεις.



*γνωστή φράση που 'μεινε παροιμιώδης: Ούκ άν λάβοις παρά του μή έχοντος!


Αθηνά